παρπόδιος

παρπόδιος
παρπόδιος
1 at one's feet met., cf. ποῦς c.

παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρπόδιος — ον, Α βλ. παραπόδιος …   Dictionary of Greek

  • παραπόδιος — ο / παραπόδιος και ποιητ. τ. παρπόδιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραπόδιο ζωολ. α) πλευρική προέκταση σε κάθε μεταμερές τού σώματος τών πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων το οποίο φέρει μεγάλον αριθμό μεταξωδών σμηρίγγων και χρησιμεύει στο ζώο …   Dictionary of Greek

  • παρποδίου — παραπόδιος at the feet masc/fem/neut gen sg παρπόδιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”